- προτέρω
- πρότεροςbeforemasc/neut nom/voc/acc dualπρότεροςbeforemasc/neut gen sg (doric aeolic)προτέρωfurtherindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτέρω — Α επίρρ. βλ. πρότερος … Dictionary of Greek
προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… … Dictionary of Greek
προτέρῳ — πρότερος before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρωι — προτέρῳ , πρότερος before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… … Dictionary of Greek
былиѥ — БЫЛИ|Ѥ (58), ˫А с. 1.Собир. Дикорастущие растения, травы: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѩ. гл҃юще силоу нѣкоую б҃жствьноую имѣти... и ˫ако того ради чисти ˫а хотѩщемъ (τὰς...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неизцѣлимыи — (20) пр. 1. Неизлечимый, неисцелимый: и неицѣлимѹю страсть сътвориша (δυσίατоν) КЕ XII, 238а; хытрымъ врачемъ подобѧсѧ. ни они бо ѥдиною вещью цѣлѧють токмо нъ ѥгда видѧть неицѣлимѹ ˫азвѹ первыми [в др. сп. первымь] былиѥмь. прилагають дрѹгоѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
OARACTA — quae et Oroacta et Οὐράχθα, Insul. sinus Persici Marciano Heracleotae in Periplo Carmaniae, haud longe ab ostiis flumin. Addanis, memoratur: in qua sepulchrum Erythrae Regis, qui nomen fecit mari, notat Arrianus in Indic. circa fin. Dionysius… … Hofmann J. Lexicon universale
OGYRIS — insula maris Indici ex adverso orae Arabiae Fel. ad Ortum, Erythraei regis monumentô nobilitata. Eius meminit Dionysius ὁ Περιηγητὴς, v. 607. Ε῎ςτι δέ τοι προτέρῳ Καρμανίδος ἔκτοθεν ἄκρης Ω῎γυρις, ἔνθα τε τύμβος Ε᾿ρυθραίου βασιλῆος. Mela l. 3. c … Hofmann J. Lexicon universale
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek